του Κώστα Γιαννακίδη
Όσοι έμαθαν αγγλικά πριν από είκοσι-τριάντα χρόνια έζησαν, μέσα από τα βιβλία τους, τις περιπέτειες του Άρθουρ και της Μαίρης, ενός νεαρού ζευγαριού από το Λονδίνο. Ο Άρθουρ και η Μαίρη μεγάλωσαν, θα πήραν σύνταξη, αν και για τους εκδότες έχουν πεθάνει εδώ και καιρό. Σήμερα κανένα βιβλίο εκμάθησης αγγλικών δεν «ζει» πάνω από τρία χρόνια. Και όμως, η μεθοδολογία της διδασκαλίας μένει λίγο ως πολύ αναλλοίωτη, δεν απαιτεί τόσο συχνές αλλαγές βιβλίων. Αλλά η λογική δεν έχει καμία σημασία μπροστά στην τεράστια μπίζνα της ελληνικής ξενόγλωσσης εκπαίδευσης.
Η Ελλάδα είναι μία ιδανική χώρα αν βρίσκεσαι στη βιομηχανία της γλωσσομάθειας. Υπολογίζεται ότι η εθνική δαπάνη για συμμετοχή στις εξετάσεις, υπερβαίνει κάθε χρόνο τα 60 εκατομμύρια ευρώ, μόνο για τα βασικά, δημοφιλή πτυχία του Lower και του Proficiency. Υπάρχουν, όμως, τόσα πολλά πτυχία για τα αγγλικά που ένας απαιτητικός γονιός θα μπορούσε να γεμίσει με κορνίζες το παιδικό δωμάτιο.
Μία...εξαντλητική πορεία προς το βασικό πτυχίο του Lower μπορεί να περάσει από άλλες πέντε πιστοποιήσεις, καθώς υπάρχουν εξετάσεις ακόμα και για παιδιά των πρώτων τάξεων του δημοτικού. Πιο απλά, για να φτάσει ένα παιδί μέχρι τις εξετάσεις του Lower θα χρειαστεί 7-8 χρόνια εκπαίδευσης. Παράγοντες του χώρου ομολογούν ότι το σύστημα συνωμοτεί για να επιμηκύνει το χρόνο σπουδών τουλάχιστον κατά δύο χρόνια. Και είναι όλοι χαρούμενοι: οι ξένοι οργανισμοί χορηγούν, με το αζημίωτο, πιστοποιητικά, οι φροντιστές έχουν πελάτες και οι γονείς εκτιμούν ότι κάνουν το καλύτερο για τους βλαστούς τους. Τα παιδιά δεν τα ρωτάει κανείς.
Ο ανταγωνισμός των εκδοτών, Ελλήνων και ξένων, είναι τόσο σκληρός που δημιουργεί πειρασμούς προς τους εκπαιδευτικούς, δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Βλέπετε τα φροντιστήρια κατευθύνουν τους μαθητές προς συγκεκριμένα βιβλία, ενώ στη δημόσια εκπαίδευση ο καθηγητής έχει την ευχέρεια να επιλέξει βιβλία από λίστα που εγκρίνει το υπουργείο Παιδείας. Οι μεγάλοι της αγοράς είναι μετρημένοι στα δάχτυλα. Εκτός από τους γνωστούς αγγλικούς οίκους, για τα ευρώ του μέσου γονέα ανταγωνίζονται τρεις εκδοτικοί οίκοι που παράλληλα συνδέονται και με παραδοσιακά φροντιστήρια της Αθήνας. Υπάρχουν και άλλοι, μικρότεροι οίκοι, ενώ εσχάτως οι ξένοι εκδότες, όπως οι Macmillan, Oxford και Longman αποφάσισαν ότι αξίζει τον κόπο να συγγράφουν βιβλία αποκλειστικά και μόνο για την Ελλάδα.
«Ποτέ δεν διαλέγεις βιβλία με βάση την ποιότητα, αλλά με κριτήριο τις προσφορές που σου κάνει ο εκδότης» παραδέχεται στέλεχος γνωστού φροντιστηρίου. Θέλετε να δούμε για πόσα ακριβώς χρήματα συζητάμε; Ένας μαθητής που βρίσκεται σε στάδιο πριν το Lower θα χρειαστεί κατά μέσο όρο πέντε βιβλία το χρόνο συνολικού κόστους που προσεγγίζει τα 140 ευρώ. Αν ο στόχος του είναι το Proficiency, τότε το κόστος δύναται να αυξηθεί ως και 50%. Σύμφωνα με την πιάτσα, ένα μεγάλο φροντιστήριο, με 5.000 μαθητές, θα πάρει ως...αντισταθμιστικά οφέλη τουλάχιστον 100.000 ευρώ το χρόνο αν επιλέξει βιβλία συγκεκριμένου εκδότη. Πιο απλά, σε ορισμένους εκπαιδευτικούς οργανισμούς γίνεται κανονικός πλειστηριασμός από τους εκδότες οι οποίοι δεν αποκλείεται να προσφέρουν προς το φροντιστή ακόμα και το 60% του συνολικού τζίρου. Με τα μικρότερα φροντιστήρια η δουλειά γίνεται αλλιώς: ο εκδότης αναλαμβάνει την ανακαίνιση του φροντιστηρίου, τη χορήγηση υπολογιστών ή την προσφορά ταξιδιών προς τους ιδιοκτήτες. Η τελευταία τάση φέρει τον εκδότη να παραλαμβάνει το μαθητολόγιο και να πληρώνει στο φροντιστή τρία ως πέντε ευρώ ανά μαθητή που θα αγοράσει τα βιβλία.
Η αλήθεια είναι ότι ο φροντιστής δεν έχει και πολλές επιλογές. Η Ελλάδα διαθέτει, αναλογικά, το μεγαλύτερο αριθμό σχολείων ξένων γλωσσών στην Ευρώπη, περίπου ένα φροντιστήριο ανά 2.000 κατοίκους. Τα τελευταία χρόνια τα μικρά συνοικιακά φροντιστήρια αρχίζουν να δέχονται την πίεση των πέντε-έξι μεγάλων σχημάτων της αγοράς που διαθέτουν αρκετά εκατομμύρια σε διαφήμιση, δημόσιες σχέσεις και άριστη εταιρική εικόνα. Τι θα κάνουν, λοιπόν, οι περισσότεροι μικροί φροντιστές; Θα επιλέξουν βιβλία κατ’ υπόδειξη του εκδότη που έχει να κάνει την καλύτερη προσφορά.
Στο δημόσιο τα πράγματα είναι πιο διακριτικά. Αν ο καθηγητής του Γυμνασίου, για παράδειγμα, αποφασίσει να χορηγήσει τα βιβλία συγκεκριμένου οίκου, θα λάβει ως δώρο μία ωραία κούτα με ενισχυτικό υλικό διδασκαλίας. Αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό καθώς πρόκειται για ένα δώρο μικρής αξίας. Αν, όμως, πρόκειται για σύμβουλο εκπαίδευσης, που έχει και μεγαλύτερη επιρροή, τότε οι προσφορές λαμβάνουν μεγαλύτερες διαστάσεις, όπως η διοργάνωση, προς εκπαιδευτικούς, σεμιναρίων, τα οποία ενισχύουν το κύρος του προϊσταμένου τους. Ποιοι άλλοι λειτουργούν ως πλασιέ βιβλίων; Οι καθηγητές που κάνουν ιδιαίτερα. Αυτοί παίρνουν δωρεάν τα βιβλία όλων των βαθμίδων και στη συνέχεια ζητούν από τους μαθητές τους να αγοράσουν τα ίδια. Αρκεί ένας μαθητής να πειστεί για να αποσβεστεί το κόστος της δωρεάς. Understand?
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου