Και η απόφαση πάρθηκε.
......Μέσα απ το φράκτη ήταν πολεμιστές 3.600 νοματαίοι κι απ' αυτούς οι 600 λαβωμένοι κι άρρωστοι, 1500 διάφοροι, 5.500 γυναίκες και παιδιά, μας κάνουν 10.600 πάνω κάτω.
«Μετά τοσαύτας νίκας και θριάμβους, ßλέποντες ότι δεν ημπορούμε περισσότερον να βοηθηθούμεν ούτε από την θάλασσαν, ούτε από την ξηράν, αποφασίσαμεν την έξοδόν μας».
Απεφάσισαν μια έξοδο σωτηρίας και νίκης, καθώς υπολογίζοντες την βοήθεια από το Ζυγό πίστευαν, ακόμα και τότε , ότι ταυτόχρονα με την σωτηρία τους μπορούσαν να καταφέρουν καίριο κτύπημα στον εχθρό και το σχέδιό τους ήταν στρατηγικά μελετημένο ώστε να πετύχει ,ταυτόχρονα όμως απoφάσισαν το σοβαρότατο ενδεχόμενο, ή βεβαιότητα να πούμε καλλίτερα; , του θανάτου και του αφανισμού όλων τους, του χαμού τόσων χιλιάδων ανθρώπων.
Η νηφαλιότητα των αρχηγών πέρασε στους πολεμιστές και από κεί στις φαμελιές τους . Δεν έγινε αποδεκτή με θλίψη, αντίθετα τη δέχτηκαν γαλήνια σαν λύτρωση, σα δώρο και το μυστήριο της συνολικής ψυχής την οποία συγκρότησαν τόσες χιλιάδες ξεχωριστές οντότητες, πήρε πανανθρώπινη και αιώνια μοναδικότητα. Τα διεθνή δεδομένα δεν έχουν καταγράψει κάτι τέτοιο , ξεπερνά κάθε όριο αυτοθυσίας και λογικής.
Περιγράφει ο Κασομούλης : «…Οι πατεράδες με το γιαταγάνι κρεμασμένο στόνα χέρι και το ντουφέκι από το λουρί στον ώμο, κράταγαν απ' τ' άλλο χέρι είτε κανένα από τα παιδάκια τους είτε τη γυναίκα τους. Πολλές γυναίκες ντύθηκαν αντρίκεια κι αρματώθηκαν και δεν ξεχώριζαν ούτε στην περπατησιά από τους άντρες».
… «Τότες ακούστηκε μια φωνή πως τα καράβια μας φτάσανε και πολεμάνε στον Αη Σώστη. Όλοι γυρνάμε το πρόσωπο κατακεί να δούμε και, σύμφωνα με το σχέδιο, να γυρίσουμε μέσα. Μα ήταν ψέματα».
… «Πάνω σε τούτη τη βράση, που τα ντουφέκια χτύπαγαν κατάστηθα και τα γιαταγάνια στάζαν αίμα, κάμποσες μάνες, που κράταγαν μωρά στην αγκαλιά τους, τα ρίχνουν, όπως κοιμόνταν βαθιά από τ' αφιόνι που τάχανε ποτίσει, μέσα στα ρηχά πηγάδια για να περάσουν από τον ύπνο στο θάνατο» . Ενα γεφύρι στο ποτάμι του χρόνου για να περάσουν στην αθανασία.
« …….όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει.»
Οι Εξοδίτες μέσα στο κουρνιαχτό της μάχης και τους κρότους , ακούνε τους γλυκούς κελαηδισμούς της Λευτεριάς και ρίχνονται στη πρωτόφαντη θυσία.
…..Οι κολώνες που κατάφεραν να βγούν ,με χίλιες λαβωματιές ο καθένας τους , αφού θερίζουν όσους μπορούν και φτάνει το μαχαίρι, προχωρούν προς το Μοναστήρι τ Αϊ Συμιού αφήνοντας σε κάθε στράτα κι απόνα σύντροφο.
……Πίσω το Μεσολόγγι βράζει . Στις πλατείες, στα στενόσακα, στις γωνιές, πίσω από τα παράθυρα και τις πόρτες, πίσω από τα μισογκρεμισμένα ντουβάρια, παντού, πόλεμος ως το θάνατο. Αίμα ποτάμι. Κουφάρια εχθρών και φίλων παντού. Ο αέρας γιόμησε βόγγο.
…. Οι γυναίκες από την τρίτη κολώνα που πισωγύρισε θυμήθηκαν όσα διαλαλούσε ο Καψάλης το πρωϊ κ τρέξανε στη μπαρουταποθήκη. Σα γιόμισε κλείνει ο Καψάλης την πόρτα και βγάζει τις πιο νέες στα παράθυρα, να τις δουν οι εχθροί να μαζευτούν. Τις ξεχωρίζουν οι Τούρκοι στ' αχνό φως του φεγγαριού και στις αναλαμπές από τις φωτιές . Συνάζουνται μελίσι κάτω από το Καψαλαίικο.
Οι κλεισμένοι τραγουδάνε. Ο Καψάλης, μ' αναμμένο το δαδί, ζυγώνει τα μπαρουτοβάρελα. Οι Τούρκοι, σπρώχνοντας μπουλούκι μαζί, γκρεμίζουν τέλος την πόρτα και χυμάνε μέσα φονοκοπώντας. Ο Καψάλης ρίχνει μια τελευταία ματιά γύρω του, σ' εχθρούς και φίλους, σ΄όλους αυτούς που θα τιναχτούν μαζί του στα ουράνια , σηκώνει ύστερα τα μάτια του ψηλά: Μνήσθητί μου, Κύριε! λέει και βάζει φωτιά.
Η αστραπή της έκρηξης ξέσχισε τα σκοτάδια πάνω από τη λιμνοθάλασσα και τον κάμπο και ο τρόμος νικήθηκε για πάντα . Ο αρχαίος αυτός σύμμαχος των δυνατών λούφαξε στο καβούκι του από την απόλυτη νίκη του ελεύθερου πνεύματος.
Τινάχτηκε ο Καψάλης , στα ουράνια , στο στερέωμα, στο μέλλον.
Οι άρρωστοι κι' οι λαβωμένοι της φρουράς, που κλείστηκαν στα πιο γερά σπίτια ευχήθηκαν ο ένας στον άλλον «καλήν αντάμωση στον άλλον κόσμο», σύρθηκαν, νηστικοί, ξέπνοοι σκελετοί, και πιάσανε μετερίζι στ' ανοικτά παράθυρα ,στιγμές ή ώρες το πολύ τους χωρίζουν από το θάνατο, πολεμάνε πιο λυσσιασμένα από ποτέ είναι αυτοί που νίκησαν μια αυτοκρατορία, θα πεθάνουν, τούτα τα σκέλεθρα, σαν αγωνιστές με τ' άρματα στο χέρι.
Τα πιότερα από τα χαμόσπιτα, μικρό κάστρο το καθένα, κρατάνε όλη τη νύχτα κ' οι εχθροί φέρνουν κανόνια το πρωϊ να τα χτυπήσουν. Σε κάμποσα μπήκαν τότες μονάχα οι Τούρκοι, όταν πια δεν απόμενε κανείς ζωντανός.
Σε μερικά, απ' όσα βάσταξαν όλη την άλλη μέρα κ' έλαχε νάχουν περισσότερο μπαρούτι, σα σουρούπωνε οι λίγοι ζωντανοί που απόμεναν βάλανε φωτιά σ' αυτό και τινάχτηκαν. Η δάδα του Καψάλη φώτιζε το δρόμος τους και γίναν όλοι Καψάληδες.
Πολεμάνε δύο ολόκληρα μερόνυχτα. Τους χτυπάνε με χοντρή και ψιλή φωτιά από τη λιμνοθάλασσα. Τους προσκαλάνε να ρίξουν τ' άρματα. Αρνιούνται. Δεν έχουν πια τη δύναμη να συρθούν, μήτε να ξαναγεμίσουν τα καριοφίλια τους. Οι λίγοι, που μπορούν ν' αναστηλωθούν, τραβάνε ακόμα, μα το ντουφέκι τους γίνεται όλο και πιο σκόρπιο, πιο ανάριο.
Η νύχτα έρχεται. Ξέπνοοι και μισοπεθαμένοι συνάζουν όσο μπαρούτι είχαν ακόμα, µέσα στο μισογκρεμισμένο ανεμόμυλο και βάζουνε φωτιά. Μια τελευταία λάμψη φωτίζει τη λιμνοθάλασσα, ένα πυροφάνι που όμοιό του δε γνώρισε ο κόσμος , φωτίζει τις ντάπιες, φωτίζει τον κάμπο, φωτίζει τα γύρω βουνά , φωτίζει τον κόσμον όλο, το αίμα χαράζει το φώς κι ο χρόνος μ απορία σταμάτησε ,πάγωσε στη θέα των κορμιών που πετούσαν στα ουράνια φορτωμένα το απόλυτο της ιστορίας.
Το Μεσολόγγι έπεσε.
Σαν ξημέρωσε η 13 του Απρίλη είκοσι σπίτια μένανε, όλα κι όλα, ορθά.
Χιλιάδες σκοτωμένοι παντού και πάνω στη λιμνοθάλασσα πλέουνε κι άλλα αμέτρητα κουφάρια. Τα σκυλεύουν οι εχθροί.
«Το χάραμα επήρα
του Ηλιου το δρόμο
κρεμώντας τη λίρα
τη δίκαιη στον ώμο,
κι απ' όπου χαράζει
ως όπου βυθά,
Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι». Γράφει ο Σολωμός
Το ρολόϊ της ιστορίας σταμάτησε. Το Μεσολόγγι έπεσε χωρίς ποτέ να ηττηθεί. «Σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο δε παράδοσε τ' άρματα, δε έγειρε το κεφάλι».......
Δημήτρης Β. Παπαθέου (απόσπασμα ομιλίας στην Αθήνα το 2005)
4 σχόλια:
Νομίζεις Δημήτρη ότι ο Καστανίδης , ο Γερουλάνος, οι 8 λεβέντες βουλευτές μας, ο Σώκος και η λοιπή παρέα των εχθρών του Μεσολογγίου, τους εγγίζουν τα λόγια σου; Δεν έχουν τίποτε μέσα τους. Δώσε τους καρέκλα και πουλάνε όχι το Μεσολόγγι, όχι την Ελλάδα ( που την ξεπούλησαν) αλλά και την ίδια τους τη μάνα. Κάτι τέτοιοι μικρόψυχοι έφθασαν την ΕΛΛΆΔΑ μας να γίνει ελλαδίτσα.
Δημήτρη υπεροχο.Πρεπει να μπει στα Αγρινιωτικα σπιτια και προσκεφαλια.Ετσι θα σταματησουν να κλεβουν και κοπαδια με προβατα που ρημαξαν προχτες.Θα ριξουν αφιονι στην βαρβαροτητα λυτρωμενοι απο ψηγματα ιστορικης ευαισθησιας
Προγονοταλιμπάν
1.40 = ο βλάκας παραμονεύει παντού. Που κρυβόσουνα τέτοια ώρα ???
Δημοσίευση σχολίου